Αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα βουλγαρικά - тя, си, й, я, нея
- αυτί στα βουλγαρικά - ухо, ухото, ушите, уши, на ухото
- αυταρέσκεια στα βουλγαρικά - самодоволство
- αυταρχικός στα βουλγαρικά - деспотичен, Боси, крава, властна, командва
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване
Μεταφράσεις: аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване