Αυταπόδεικτος στα εσθονικά

Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
axiomatical
Αυταπόδεικτος στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυταπόδεικτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αυτήν στα εσθονικά - oma, teda, tema, ta, talle
  • αυτί στα εσθονικά - pähik, kõrv, kuulmine, kõrva, kõrva ääres, ear, kõrvas
  • αυταρέσκεια στα εσθονικά - eneseimetlus
  • αυταρχικός στα εσθονικά - käskiv, kamandav, kõrk, ülemuslik, võimukas, Määrav, Määräilevä, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: axiomatical