Αυταπόδεικτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
axiomatisch
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυταπόδεικτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα ολλανδικά - zijn, hun, haar, van haar, ze
- αυτί στα ολλανδικά - oor, ear, het oor, oren, gehoor
- αυταρέσκεια στα ολλανδικά - zelfgenoegzaamheid, zelfvoldaanheid, smugness, zelfingenomenheid
- αυταρχικός στα ολλανδικά - bazig, bazige, bossy
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: axiomatisch
Μεταφράσεις: axiomatisch