Αυταπόδεικτος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
axiomatical
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αυταπόδεικτος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα σλαβομακεδονικά - ја, нејзините, нејзиниот, нејзиното, нејзината
- αυτί στα σλαβομακεδονικά - увото, уво, ушни, ушите
- αυταρέσκεια στα σλαβομακεδονικά - smugness
- αυταρχικός στα σλαβομακεδονικά - крава, заповедничката
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: axiomatical
Μεταφράσεις: axiomatical