Αυταπόδεικτος στα πολωνικά

Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aksjomatyczny, oczywisty
Αυταπόδεικτος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αυταπόδεικτος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αυτήν στα πολωνικά - jej, ją, niej, nią, ona
  • αυτί στα πολωνικά - ucha, kłos, słuch, ucho, ear
  • αυταρέσκεια στα πολωνικά - samozadowolenie, zadowolenie, zadowolenie z siebie, filisterstwo
  • αυταρχικός στα πολωνικά - władczy, naglący, apodyktyczny, guzowaty, apodyktyczna, despotyczna
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: aksjomatyczny, oczywisty