Αυταπόδεικτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
természetes, megdönthetetlen, magától értetődő
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυταπόδεικτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα ουγγρικά - neki, őt, ő, vele, rá
- αυτί στα ουγγρικά - ágasfa, fülecske, kopoltyú, légnyílás, kapocskarika, retesznyelv, fül, ...
- αυταρέσκεια στα ουγγρικά - önelégültség, pedánsság, önteltségéért, önelégültsége, önelégültséggel
- αυταρχικός στα ουγγρικά - parancsolgató, hatalmaskodó, irányítgató, főnökös, főnökösködő, bossy
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: természetes, megdönthetetlen, magától értetődő
Μεταφράσεις: természetes, megdönthetetlen, magától értetődő