Αυταπόδεικτος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аксиоматической
Αυταπόδεικτος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αυταπόδεικτος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αυτήν στα λευκορωσικά - яе, яго
  • αυτί στα λευκορωσικά - вуха
  • αυταρέσκεια στα λευκορωσικά - самаздаволенне, самазадаволенасць, самаздаволеньне, задаволенасць, самазадаволення
  • αυταρχικός στα λευκορωσικά - карова, корова
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: аксиоматической