Αυταπόδεικτος στα ιταλικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
axiomatical
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αυταπόδεικτος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα ιταλικά - gli, lei, suo, sua, la, il suo
- αυτί στα ιταλικά - orecchia, orecchio, dell'orecchio, all'orecchio, orecchie, l'orecchio
- αυταρέσκεια στα ιταλικά - smugness, compiacimento, autocompiacimento, compiacenza, di compiacimento
- αυταρχικός στα ιταλικά - imperioso, prepotente, Bossy, autoritario, autoritaria, prepotenti
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: axiomatical
Μεταφράσεις: axiomatical