Αυταπόδεικτος στα γερμανικά

Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
axiomatisch, axiomatische, axiomatischen
Αυταπόδεικτος στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος

αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αυταπόδεικτος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αυτήν στα γερμανικά - ihr, ihre, selbst, sie, ihrer, ihren
  • αυτί στα γερμανικά - ohr, gehör, ähre, Ohr, Gehör, Ohren
  • αυταρέσκεια στα γερμανικά - wohlbehagen, Selbstgefälligkeit, Selbstzufriedenheit, Spießigkeit
  • αυταρχικός στα γερμανικά - befehlshaberisch, gebieterisch, herrisch, bossy, rechthaberisch, herrschsüchtig, herrische
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: axiomatisch, axiomatische, axiomatischen