Αυταπόδεικτος στα δανικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
axiomatical
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας δανικά, αυταπόδεικτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα δανικά - hendes, sine, sin, hun, hende, sit
- αυτί στα δανικά - øre, øret, ear
- αυταρέσκεια στα δανικά - selvtilfredshed, selvglæde, selvtilstrækkelighed
- αυταρχικός στα δανικά - bossy, kommanderende
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: axiomatical
Μεταφράσεις: axiomatical