Αυταπόδεικτος στα τούρκικα
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksiyomatik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυταπόδεικτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αυτήν στα τούρκικα - ona, onu, onun, Onunla, o
- αυτί στα τούρκικα - kulak, kulaklık, kulağı, ear
- αυταρέσκεια στα τούρκικα - kendini beğenmişlik, smugness
- αυταρχικός στα τούρκικα - otoriter, bossy, emretmeyi, patron, emretmeyi seven
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aksiyomatik
Μεταφράσεις: aksiyomatik