Αυταπόδεικτος στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυταπόδεικτος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aksiominis, Aksjomatyczny, aiškus be įrodymų, Kuriai nereikia įrodymų, Neginčytina
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταπόδεικτος
αυταπόδεικτος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυταπόδεικτος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυτήν στα λιθουανικά - jos, jai, ją, savo, ji
- αυτί στα λιθουανικά - ausis, klausa, ausies, ausų, ausį, ear
- αυταρέσκεια στα λιθουανικά - Filisterstwo, Pasitenkinimas savo, Pasitenkinimas
- αυταρχικός στα λιθουανικά - Išlenktas, Mėsa, Karvė, Guzowaty, Apodyktyczny
Τυχαίες λέξεις
Αυταπόδεικτος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aksiominis, Aksjomatyczny, aiškus be įrodymų, Kuriai nereikia įrodymų, Neginčytina
Μεταφράσεις: aksiominis, Aksjomatyczny, aiškus be įrodymų, Kuriai nereikia įrodymų, Neginčytina