Πόροι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ресурс, ресурси, средства, ресурсите
Πόροι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πόροι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα βουλγαρικά - завоевание, porthisi
  • πόρνη στα βουλγαρικά - проститутка, курва, блудница, курвата
  • πόρος στα βουλγαρικά - отверстие, средство, ресурс, ресурси, ресурсите, на ресурсите
  • πόρπη στα βουλγαρικά - тока, катарама, на ключалката, катарамата, катарама от
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ресурс, ресурси, средства, ресурсите