Πόροι στα φινλανδικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voimavara, voimavarat, anti, konsti, resurssi, resurssit, resursseja, resurssien, varojen
Πόροι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πόροι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα φινλανδικά - porthisi
  • πόρνη στα φινλανδικά - prostituoitu, portto, huora, terävä, kirpeä, karvas, katutyttö, ...
  • πόρος στα φινλανδικά - huokonen, resurssi, resurssien, luonnonvarojen, voimavara, resurssin
  • πόρπη στα φινλανδικά - oksia, pinne, lipas, solki, rintakoru, leikata, rintaneula, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: voimavara, voimavarat, anti, konsti, resurssi, resurssit, resursseja, resurssien, varojen