Πόροι στα δανικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ressourcer, ressourcer om, midler, indtægter
Πόροι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας δανικά, πόροι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα δανικά - porthisi
  • πόρνη στα δανικά - sur, skøge, hore
  • πόρος στα δανικά - ressource, ressourcer, ressourceforbrug, ressourcen
  • πόρπη στα δανικά - klippe, broche, spænde, lukkebeslaget, spændet, lukkebeslag, lukkebeslagets
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ressourcer, ressourcer om, midler, indtægter