Πόροι στα ισλανδικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðlindir, úrræði, fjármagn, auðlinda, auðlindum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πόροι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα ισλανδικά - porthisi
- πόρνη στα ισλανδικά - hóra
- πόρος στα ισλανδικά - úrræði, auðlind, vefsíðuna, um vefsíðuna, auðlindastjórnun
- πόρπη στα ισλανδικά - brjóstnál, sylgja, Buckle, Lássylgjan, sylgju, lássylgja
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: auðlindir, úrræði, fjármagn, auðlinda, auðlindum
Μεταφράσεις: auðlindir, úrræði, fjármagn, auðlinda, auðlindum