Πόροι στα ουγγρικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leleményesség, erőforrás, erőforrások, források, forrásokat, erőforrásokat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πόροι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα ουγγρικά - hódítás, meghódítás, porthisi
- πόρνη στα ουγγρικά - gyümölcslepény, utcalány, örömlány, kurva, szajha, whore, kurvát
- πόρος στα ουγγρικά - forrás, erőforrás, erőforrások, az erőforrás
- πόρπη στα ουγγρικά - kapcsolólemez, leélezés, gemkapocs, bross, kábelsaru, tölténykeret, klipsz, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: leleményesség, erőforrás, erőforrások, források, forrásokat, erőforrásokat
Μεταφράσεις: leleményesség, erőforrás, erőforrások, források, forrásokat, erőforrásokat