Πόροι στα λιθουανικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištekliai, išteklių, išteklius, resursai, lėšos
Πόροι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πόροι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα λιθουανικά - porthisi
  • πόρνη στα λιθουανικά - kekše, paleistuvė, prostitutė, whore, kekšė
  • πόρος στα λιθουανικά - pora, išteklių, išteklius, ištekliai, šaltinis
  • πόρπη στα λιθουανικά - sagė, kirpti, sagtis, sagties, užraktas, užrakto, sagtį
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ištekliai, išteklių, išteklius, resursai, lėšos