Πόροι στα τσεχικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záloha, prostředek, zdroj, zdroje, zdrojů, prostředky, prostředků
Πόροι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας τσεχικά, πόροι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα τσεχικά - vítězství, dobytí, výboj, výdobytek, porthisi
  • πόρνη στα τσεχικά - kyselý, dort, cuchta, koláč, ostrý, moura, prostitutka, ...
  • πόρος στα τσεχικά - pór, prostředky, zdroj, zdrojů, zdrojem, zdroje
  • πόρπη στα τσεχικά - přistřihnout, sponka, štípat, stříž, svorka, stříhat, klips, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: záloha, prostředek, zdroj, zdroje, zdrojů, prostředky, prostředků