Πόροι στα ολλανδικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middel, uitweg, middelen, hulpmiddelen, hulpmiddelen voor, hulpbronnen, bronnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πόροι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα ολλανδικά - porthisi
- πόρνη στα ολλανδικά - prostitueren, zuur, hoer, snol, lichtekooi
- πόρος στα ολλανδικά - hulpbron, bron, resource, middelen, hulpbronnen
- πόρπη στα ολλανδικά - borstspeld, snoeien, scheren, knippen, broche, gesp, sluiting, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: middel, uitweg, middelen, hulpmiddelen, hulpmiddelen voor, hulpbronnen, bronnen
Μεταφράσεις: middel, uitweg, middelen, hulpmiddelen, hulpmiddelen voor, hulpbronnen, bronnen