Πόροι στα νορβηγικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resurs, ressurs, ressurser, ressursene, ressurser for, ressurser i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, πόροι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα νορβηγικά - porthisi
- πόρνη στα νορβηγικά - besk, hore
- πόρος στα νορβηγικά - ressurs, ressursen, kilde, ressurser
- πόρπη στα νορβηγικά - klippe, brosje, klemme, spenne, spennen, beltespenne, Sikkerhetbeltelås
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: resurs, ressurs, ressurser, ressursene, ressurser for, ressurser i
Μεταφράσεις: resurs, ressurs, ressurser, ressursene, ressurser for, ressurser i