Πόροι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recursos, recursos em, os recursos, de recursos, recursos de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πόροι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα πορτογαλικά - porthisi
- πόρνη στα πορτογαλικά - prostituta, meretriz, puta, whore, vadia
- πόρος στα πορτογαλικά - recurso, recursos, de recursos, dos recursos, de recurso
- πόρπη στα πορτογαλικά - grampo, fivela, curvatura, fivela de, fecho, de fivela
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recursos, recursos em, os recursos, de recursos, recursos de
Μεταφράσεις: recursos, recursos em, os recursos, de recursos, recursos de