Πόροι στα εσθονικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ressurss, vahend, ressursid, ressursside, ressursse, vahendeid, vahendite
Πόροι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας εσθονικά, πόροι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα εσθονικά - alistamine, vallutus, porthisi
  • πόρνη στα εσθονικά - tänavaprostituut, lirva, libu, tort, prostituut, hoor, hoora, ...
  • πόρος στα εσθονικά - poor, ressurss, ressursside, ressursi, loodusvarade, ressurssi
  • πόρπη στα εσθονικά - klemm, klipp, ripats, sõlg, pross, pannal, luku, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ressurss, vahend, ressursid, ressursside, ressursse, vahendeid, vahendite