Πόροι στα σουηδικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medel, resurser, källor, källor om
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας σουηδικά, πόροι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα σουηδικά - porthisi
- πόρνη στα σουηδικά - hora
- πόρος στα σουηδικά - por, resurs, resurser, resursen, bildbyrå
- πόρπη στα σουηδικά - brosch, spänne, låsbeslaget, spännet, Slås
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: medel, resurser, källor, källor om
Μεταφράσεις: medel, resurser, källor, källor om