Πόροι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ресурси, средства, ресурсите, извори
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πόροι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα σλαβομακεδονικά - porthisi
- πόρνη στα σλαβομακεδονικά - курва, курвата, блудница, блудницата
- πόρος στα σλαβομακεδονικά - ресурси, ресурс, на ресурси, ресурсите, извор
- πόρπη στα σλαβομακεδονικά - тока, пафта, токи, бравата, брава
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ресурси, средства, ресурсите, извори
Μεταφράσεις: ресурси, средства, ресурсите, извори