Πόροι στα ιταλικά

Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risorsa, risorse, le risorse, delle risorse, risorse di
Πόροι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόροι

πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας ιταλικά, πόροι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πόρθηση στα ιταλικά - porthisi
  • πόρνη στα ιταλικά - acido, prostituta, troia, puttana, whore, meretrice
  • πόρος στα ιταλικά - poro, risorsa, risorse, delle risorse, di risorse, risorsa di
  • πόρπη στα ιταλικά - potare, tagliare, fermaglio, spilla, fibbia, inarcamento, dell'inarcamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: risorsa, risorse, le risorse, delle risorse, risorse di