Ενασχόληση στα αλβανικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
profesion, pushtimi, profesioni, okupimi, profesioni i
Ενασχόληση στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας αλβανικά, ενασχόληση στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα αλβανικά - qartë, kulluar, kthjellët, i gjallë, gjallë, gjalla, të gjalla, ...
  • εναρμονίζω στα αλβανικά - harmonizoj, harmonizuar, harmonizojë, harmonizojnë, harmonizimin
  • ενδέκατος στα αλβανικά - njëmbëdhjetë, i njëmbëdhjetë, njëmbëdhjeti, e njëmbëdhjetë, njëmbëdhjeti prej
  • ενδελέχεια στα αλβανικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: profesion, pushtimi, profesioni, okupimi, profesioni i