Ενασχόληση στα σουηδικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hobby, ockupation, ockupationen, yrke, sysselsättning, livet
Ενασχόληση στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ενασχόληση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα σουηδικά - klar, ren, redig, åskådlig, uppenbar, tydlig, netto, ...
  • εναρμονίζω στα σουηδικά - harmonisera, harmonisering, harmonisering av, harmoniseras, att harmonisera
  • ενδέκατος στα σουηδικά - elfte, elva
  • ενδελέχεια στα σουηδικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hobby, ockupation, ockupationen, yrke, sysselsättning, livet