Ενασχόληση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коник, пристрасть, розвага, хобі, поні, окупація
Ενασχόληση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενασχόληση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα ουκρανικά - стерти, очевидний, чистий, прозорий, ясно, світлий, ясний, ...
  • εναρμονίζω στα ουκρανικά - розміряти, узгоджувати, гармоніювати, гармонізувати, згармонізувати
  • ενδέκατος στα ουκρανικά - одинадцятий, одинадцята, одинадцятим, одинадцяте, одинадцятими
  • ενδελέχεια στα ουκρανικά - нерозривність, сценарій, цілісність, наступність, sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: коник, пристрасть, розвага, хобі, поні, окупація