Ενασχόληση στα δανικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hobby, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας δανικά, ενασχόληση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα δανικά - tydelig, rydde, klar, lys, levende, livagtige, livlig, ...
- εναρμονίζω στα δανικά - harmonisere, harmonisering, harmonisering af, en harmonisering, at harmonisere
- ενδέκατος στα δανικά - elvte, ellevte
- ενδελέχεια στα δανικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hobby, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
Μεταφράσεις: hobby, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet