Ενασχόληση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игра, окупация, професия, занятие, занимание, професиите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενασχόληση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα βουλγαρικά - ярък, ярки, живо, живи, жив
- εναρμονίζω στα βουλγαρικά - хармонизира, хармонизират, хармонизиране, хармонизиране на, се хармонизират
- ενδέκατος στα βουλγαρικά - единадесет, единадесети, единадесетия, единадесетата, единадесето, единадесетото
- ενδελέχεια στα βουλγαρικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: игра, окупация, професия, занятие, занимание, професиите
Μεταφράσεις: игра, окупация, професия, занятие, занимание, професиите