Ενασχόληση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акупацыя, акупацыі, акупацыю
Ενασχόληση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενασχόληση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα λευκορωσικά - ясни, яркі, яркае, яскравы
  • εναρμονίζω στα λευκορωσικά - гарманізаваць, будзе гарманізаваць
  • ενδέκατος στα λευκορωσικά - адзінаццаты, адзінаццатае, адзінаццатая
  • ενδελέχεια στα λευκορωσικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: акупацыя, акупацыі, акупацыю