Ενασχόληση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hobbi, megszállás, foglalkozás, szakma, foglalkozása, Foglaltság
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενασχόληση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα ουγγρικά - evidens, akadálymentes, bizonyos, kézzelfogható, tisztán, belterület, szemléletes, ...
- εναρμονίζω στα ουγγρικά - harmonizálása, harmonizálja, harmonizálják, harmonizálni, összehangolják
- ενδέκατος στα ουγγρικά - tizenegyedik, a tizenegyedik, XI, tizenegyediktől, eleventh
- ενδελέχεια στα ουγγρικά - forgatókönyv, összevágó, állandósság, filmvágó, sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hobbi, megszállás, foglalkozás, szakma, foglalkozása, Foglaltság
Μεταφράσεις: hobbi, megszállás, foglalkozás, szakma, foglalkozása, Foglaltság