Ενασχόληση στα τούρκικα

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işgal, meslek, işgali, iş, mesleği
Ενασχόληση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενασχόληση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εναργής στα τούρκικα - temiz, berrak, sade, açık, basit, net, belli, ...
  • εναρμονίζω στα τούρκικα - uyum sağlamak, uyum, uyumlu hale, uyumlaştırılması, uyumlaştırmak
  • ενδέκατος στα τούρκικα - onbirinci, on birinci, on, XI
  • ενδελέχεια στα τούρκικα - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: işgal, meslek, işgali, iş, mesleği