Ενασχόληση στα ρουμανικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distracţie, hobby, ocupație, componenta, ocupare, de persoane, ocupația
Ενασχόληση στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενασχόληση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα ρουμανικά - simplu, limpede, clar, lizibil, viu, vie, vii, ...
  • εναρμονίζω στα ρουμανικά - armoniza, armonizarea, armonizeze, armonizării, armonizează
  • ενδέκατος στα ρουμανικά - unsprezecea, unsprezecelea, al unsprezecelea, a unsprezecea
  • ενδελέχεια στα ρουμανικά - silință, vrednicie
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: distracţie, hobby, ocupație, componenta, ocupare, de persoane, ocupația