Ενασχόληση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενασχόληση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα σλαβομακεδονικά - живи, живописни, живописна, гласен, жив
- εναρμονίζω στα σλαβομακεδονικά - се усогласат, хармонизира, хармонизираат, ги усогласат, хармонизирање на
- ενδέκατος στα σλαβομακεδονικά - единаесеттата, единаесеттиот, единаесетти, Единаесетта, единаесеттото
- ενδελέχεια στα σλαβομακεδονικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето
Μεταφράσεις: професија, окупацијата, занимање, окупација, занимањето