Ενασχόληση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amealhar, passatempo, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενασχόληση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα πορτογαλικά - evidenciar, constatar, simples, distinto, evidente, manifesto, inequívoco, ...
- εναρμονίζω στα πορτογαλικά - harmónica, harmonizar, harmonização, harmonizar as, harmonizar os, harmonizar a
- ενδέκατος στα πορτογαλικά - décimo primeiro, undécimo, XI, décima primeira, décimo
- ενδελέχεια στα πορτογαλικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amealhar, passatempo, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação
Μεταφράσεις: amealhar, passatempo, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação