Ενασχόληση στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hobis, pomėgis, okupacija, užsiėmimas, Pareigos, Profesija, okupacijos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενασχόληση
ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενασχόληση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εναργής στα λιθουανικά - aiškus, giedras, aiškiai, suprantamas, paprastas, švarus, neabejotinas, ...
- εναρμονίζω στα λιθουανικά - suderinti, derinti, suvienodinti, harmonizuoti, suderintos
- ενδέκατος στα λιθουανικά - vienuoliktas, vienuoliktą, vienuolikta, vienuolikos, vienuoliktoji
- ενδελέχεια στα λιθουανικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: hobis, pomėgis, okupacija, užsiėmimas, Pareigos, Profesija, okupacijos
Μεταφράσεις: hobis, pomėgis, okupacija, užsiėmimas, Pareigos, Profesija, okupacijos