Ενασχόληση στα ιταλικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
passatempo, hobby, occupazione, professione, dell'occupazione, l'occupazione, all'occupazione
Ενασχόληση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενασχόληση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα ιταλικά - svincolare, apparente, nitido, conclamato, distinto, manifesto, palese, ...
  • εναρμονίζω στα ιταλικά - armonizzare, armonizzare le, armonizzazione, armonizzare i, di armonizzare
  • ενδέκατος στα ιταλικά - undicesimo, undicesima, XI, dell'XI, all'undicesimo
  • ενδελέχεια στα ιταλικά - continuato, sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: passatempo, hobby, occupazione, professione, dell'occupazione, l'occupazione, all'occupazione