Ενασχόληση στα νορβηγικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidsfordriv, okkupasjon, yrke, okkupasjonen, Arbeidsledig
Ενασχόληση στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ενασχόληση στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα νορβηγικά - tydelig, åpenbar, innlysende, øyensynlig, klar, levende, livlig, ...
  • εναρμονίζω στα νορβηγικά - harmon, harmonisere, harmonere, harmonerer, harmonisering
  • ενδέκατος στα νορβηγικά - ellevte, elleve, ellevteplass
  • ενδελέχεια στα νορβηγικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tidsfordriv, okkupasjon, yrke, okkupasjonen, Arbeidsledig