Ενασχόληση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hobby, bezetting, bewoning, bezigheid, beroep, bezetting van
Ενασχόληση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενασχόληση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα ολλανδικά - eenvoudig, uitgesproken, helder, hel, puur, klaar, klaarblijkelijk, ...
  • εναρμονίζω στα ολλανδικά - harmoniëren, bijeenpassen, harmoniseren, te harmoniseren, harmonisatie van, harmonisering
  • ενδέκατος στα ολλανδικά - elfde, de elfde, elf
  • ενδελέχεια στα ολλανδικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hobby, bezetting, bewoning, bezigheid, beroep, bezetting van