Ενασχόληση στα φινλανδικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyrintö, harrastus, ajanviete, viihdyke, ammatti, miehitys, ammatissa, ammattiin, ammattia
Ενασχόληση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ενασχόληση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα φινλανδικά - silminnähtävä, tullata, ilmeinen, valoisa, luettava, selvä, selkeä, ...
  • εναρμονίζω στα φινλανδικά - sovittaa, suhteuttaa, yhdenmukaistaa, yhdenmukaistamaan, yhdenmukaistamiseksi, yhdenmukaistaminen, yhdenmukaistetaan
  • ενδέκατος στα φινλανδικά - yhdestoista, yhdennentoista, yhdennessätoista, yhdentenätoista, yhdennellätoista
  • ενδελέχεια στα φινλανδικά - jatkuvuus, jatkuminen, yhtäjaksoisuus, jatko, sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pyrintö, harrastus, ajanviete, viihdyke, ammatti, miehitys, ammatissa, ammattiin, ammattia