Ενασχόληση στα πολωνικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konik, hobby, rozrywka, zainteresowanie, pasja, zawód, okupacja, zajęcie, praca, miejsc do
Ενασχόληση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενασχόληση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα πολωνικά - sprzątać, wolny, oclić, torować, klarowny, wyrazisty, przecierać, ...
  • εναρμονίζω στα πολωνικά - współbrzmieć, ujednolicać, zharmonizować, harmonizować, współgrać, zharmonizowania, harmonizacja
  • ενδέκατος στα πολωνικά - jedenasty, jedenasta, jedenastym, jedenaste, jedenastego
  • ενδελέχεια στα πολωνικά - następowanie, ciągłość, sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: konik, hobby, rozrywka, zainteresowanie, pasja, zawód, okupacja, zajęcie, praca, miejsc do