Ενασχόληση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atvinna, starf, atvinnu, hersetu, hernámi
Ενασχόληση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενασχόληση

ενασχόληση ορισμος, ενασχόληση english, ενασχόληση με τα κοινά, ενασχόληση αγγλικά, ενασχόληση λεξικό, ενασχόληση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενασχόληση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εναργής στα ισλανδικά - auðsær, auðséður, bersýnilegur, skær, líflegar, Skýrt, ljóslifandi
  • εναρμονίζω στα ισλανδικά - samræma, samhæfa, að samræma, samrÃ|ma, samræmingu
  • ενδέκατος στα ισλανδικά - ellefti, Ellefti, ellefta, elleftu, Ellifta
  • ενδελέχεια στα ισλανδικά - sedulousness
Τυχαίες λέξεις
Ενασχόληση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: atvinna, starf, atvinnu, hersetu, hernámi