Διέπω στα αλβανικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diepo
Διέπω στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας αλβανικά, διέπω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα αλβανικά - grindje, debat, konflikt, diskutim, mosmarrëveshje
  • διέξοδος στα αλβανικά - prizë, dalje, prizë të, derdhet, dalja
  • διήθηση στα αλβανικά - filtrim, filtrimit, filtrimit të, e filtrimit, të filtrimit
  • διίσταμαι στα αλβανικά - ndryshojnë, të ndryshojnë, degëzohem, ndahen, të devijojë
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: diepo