Διέπω στα τούρκικα
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönetmek, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διέπω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διένεξη στα τούρκικα - kavga, mücadele, tartışma, ihtilaf, anlaşmazlık, uyuşmazlık, anlaşmazlığı, ...
- διέξοδος στα τούρκικα - yanardağ, çıkış, çıkışı, outlet, prizi, prizinin
- διήθηση στα τούρκικα - süzme, filtrasyon, filtreleme, filtre, filtrasyonu
- διίσταμαι στα τούρκικα - sapmak, farklılaşmaya, ıraksayan, ıraksar, diverge
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yönetmek, diepo
Μεταφράσεις: yönetmek, diepo