Διέπω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diepo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διέπω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα ουγγρικά - vitatkozás, vita, jogvita, vitában, vitát, vitatott
- διέξοδος στα ουγγρικά - vulkántorok, vulkáncsatorna, gyújtónyílás, robbantólyuk, erély, furulyalyuk, gyújtólyuk, ...
- διήθηση στα ουγγρικά - szűrés, szűréssel, szűrési, filtrációs, szűrést
- διίσταμαι στα ουγγρικά - véleményeltérés, eltér, eltérnek, eltérőek, térnek, eltérhet
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: diepo
Μεταφράσεις: diepo