Διέπω στα κροατικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
urediti, uređivati, vladati, upravljati, diepo
Διέπω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας κροατικά, διέπω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα κροατικά - svađa, osporiti, pobiti, spor, parnica, rasprava, sporova, ...
  • διέξοδος στα κροατικά - proračun, otrov, ventil, potrošiti, izdatak, procjena, odahnuti, ...
  • διήθηση στα κροατικά - filtracija, filtriranje, filtracije, filtriranja, filtraciju
  • διίσταμαι στα κροατικά - razilaziti se, razilaziti, razilaze, odstupaju, odstupati
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: urediti, uređivati, vladati, upravljati, diepo