Διέπω στα νορβηγικά
Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regjere, styre, diepo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διέπω
διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διέπω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- διένεξη στα νορβηγικά - tvist, tvisten, tvister, tviste, uenighet
- διέξοδος στα νορβηγικά - utgang, utløp, uttak, stikkontakt, uttaket
- διήθηση στα νορβηγικά - filtrering, filtrerings, filtreringen
- διίσταμαι στα νορβηγικά - divergere, divergerer, avviker, spriker, avvike
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: regjere, styre, diepo
Μεταφράσεις: regjere, styre, diepo