Διέπω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
управията, diepo
Διέπω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διέπω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα βουλγαρικά - диспут, спор, спорове, на спорове, спора
  • διέξοδος στα βουλγαρικά - отверстие, вулкан, изход, отдушник, излаз, изходящия, изпускателен отвор
  • διήθηση στα βουλγαρικά - филтрация, филтриране, филтруване, филтриране на
  • διίσταμαι στα βουλγαρικά - разминават, разклоняват, отклоняват, се различават, се отклонява
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: управията, diepo